Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Καλιακούδα από Ανιάδα, Καταφύγιο, κορυφή (8.11.2009)

Δύο χιλιάδες ενενήντα οκτώ μέτρα (2.098μ) ξεκινώντας από το μηδέν (0) της Λαμίας είναι μια πρόκληση. Θα πάω «βρέξει χιονίσει», η απόφαση πάρθηκε, ακόμα και μόνος… “Η Καλιακούδα βουνό της Στερεάς Ελλάδας βρίσκεται στην Ευρυτανία και διαχωρίζει τους μεγάλους ορεινούς όγκους των Βαρδουσίων, του Τυμφρηστού και του Παναιτωλικού, ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί και τμήμα των παραπάνω βουνών”…, διαβάζω στη Βικιπαίδεια.

Πρωινό ξύπνημα, χαράματα, και στη Λαμία η βροχή είναι δυνατή. Σκέφτηκα, πού να πάω; Ομολογώ ότι ταλαντεύτηκα λίγο, αλλά κατά βάθος ήξερα ότι τίποτα δεν θα με κρατούσε. Παλεύω τη νύστα μου στο τιμόνι μασώντας τσίχλες και ανοίγοντας συνεχώς το παράθυρο. Κακή συνήθεια. Προσπαθώ να θυμηθώ το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Ρούμελη», αλλά συγκρατώ μόνο τους δύο πρώτους στίχους, ίσως επειδή μέσα τους βρίσκεται αυτό που με εκφράζει: «Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν’ αγνάντευα το λαχταρώ, ψηλά που με νανούριζες καημένο Καρπενήσι». Παιδικές γλυκές αναμνήσεις έρχονται στο νου… τα πιο όμορφα έξι χρόνια της ζωής μου, αυτά του Γυμνασίου.

Περνάω την καινούργια παράκαμψη του Καρπενησίου πίσω από τον λόφο του Αγίου Δημητρίου, εκεί όπου έγιναν τον Γενάρη του 1949 οι μεγάλες μάχες «σώμα με σώμα» του Δημοκρατικού Στρατού με τον Κυβερνητικό Στρατό και την άμυνα της πόλης. Ο εμφύλιος σε όλο του μεγαλείο, με τις τεράστιες απώλειες εκατέρωθεν… Από τη μια ο αδερφός του πατέρα μου και από την άλλη ο αδερφός της μάνας μου. Νεκροί. Η ταινία «Ψυχή Βαθειά» του Παντελή Βούλγαρη, που είδαμε το προηγούμενο βράδυ, πηγαινοέρχεται στο μυαλό μου.

Εδώ ερχόμασταν τη νύχτα, μαθητές του Γυμνασίου, με τις φεγγαράδες του Ιούνη, για κεράσια πηδώντας τους φράκτες στα κτήματα της κοιλάδας του Καρπενησιώτη. Να φοβάσαι τον ίσκιο σου και τους αγροφύλακες, λέγαμε τότε. Σκίζαμε τα παντελόνια μας στα σύρματα για λίγα κεράσια.

Κατεβαίνοντας την ποταμιά, και πριν τη διασταύρωση για το Μικρό Χωριό, στρίβεις αριστερά περνώντας τον Καρπενησιώτη και τα χωριά Κλαυσί και Μουζίλο και φθάνεις τελικά στην Ανιάδα. Μιάμιση ώρα από τη Λαμία.

Η Ανιάδα είναι χτισμένη μέσα σε πυκνό ελατοδάσος σε υψόμετρο 1.100 μέτρων στις πλαγιές της Καλιακούδας και ανήκει στο Δήμο Ποταμιάς. Η ομορφιά της ευρυτανικής φύσης είναι διάχυτη παντού, ειδικά αυτήν την εποχή που το κίτρινο – κόκκινο της βελανιδιάς και της καστανιάς δένει με το βαθύ πράσινο του έλατου. Η Ανιάδα είναι και μια καλή βάση εξόρμησης για τη γύρω περιοχή. Από εδώ μπορεί κανείς να επισκεφτεί τα χωριά του Κρικελλοποτάμου, το Σέλο, τα Ψιανά, τα Δολιανά και την Κοντίβα, με το φαράγγι "Πάνταβρέχει", την κορυφή φυσικά της Καλιακούδας και πολλά άλλα μέρη.

Χωρίς πολλά, από την πλατεία του χωριού, ακολουθώ το τσιμεντένιο κατηφορικό δρόμο και στο τέρμα του βρίσκω το χαλασμένο μονοπάτι, στη συνέχεια το καλντερίμι που οδηγεί μέσα από βάτα και τσουκνίδες στο ρέμα, κάτω από το χωριό. Θέλει λίγη περιποίηση και σήμανση εδώ - είναι ολοφάνερη η απουσία. Περνώντας απέναντι και ανάμεσα σε βελανιδιές και καστανιές ανηφορίζω ελαφρά μπαίνοντας μέσα στα εγκαταλειμμένα χωράφια. Όμορφες εικόνες με τα γήινα χρώματα του φθινοπώρου και την κορνίζα της ομίχλης. Απέναντι τα αραιά σπίτια του χωριού με τις κόκκινες στέγες και ψηλά επάνω ίσα που διακρίνεται η απότομη κορυφή της Καλιακούδας, μέσα στην ομίχλη κι αυτή. Το ψιλόβροχο με συνοδεύει σε όλη σχεδόν τη διαδρομή.

Πολλά μανιτάρια, όλων των ειδών. Όσο ωραία είναι να τα βλέπεις, τόσο επικίνδυνα είναι να τα φας. Όμως το «κυνήγι» του μανιταριού, άρχισε, τελευταία και στην Ελλάδα, να αποκτάει όλο και περισσότερους φίλους. Διαβάζουμε ότι στα δάση της Ρωσίας μαζεύοντας μανιτάρια, κάποιοι δεν επιστρέφουν ποτέ πίσω, γιατί χάνονται. Αυτό συμβαίνει και με ορειβάτες, λιγότερο συχνά βέβαια, και κυρίως για τα παιδιά της ασφάλτου και των πόλεων. Οι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε χωριό δύσκολα χάνονται. Σήμερα πολλοί βασίζονται στην τεχνολογία και τα GPS. Όμως η φύση παραμένει φύση. Και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία της τεχνολογίας, ο άνθρωπος χάνει σιγά-σιγά τα φυσικά του ένστικτα και τον αρχέγονο προσανατολισμό του…

Παρασύρομαι από τη μαγεία, έτοιμος να χαθώ ανάμεσα στο κίτρινο και το πράσινο, να γίνω ένα με τα ξυνόμηλα και τα τσάπουρνα, να σκαρφαλώσω πάνω στα δέντρα να αποφύγω τα τσακάλια και τους λύκους, την αρκούδα. Ο Αϊνστάιν έχει πει πως η φαντασία είναι η μεγαλύτερη δύναμη. Η φαντασία… Όχι η μόρφωση, ούτε τα χρήματα, ούτε η τύχη…

Φωτογραφίζω τη σαλαμάντρα, που βγήκε για το αργό της ταξίδι ανάμεσα στα βρεγμένα φύλλα. Περνώ και το δεύτερο ρέμα με το έντονο μουρμουρητό της κατεβασιάς και ανηφορίζω το σημαδεμένο μονοπάτι ανάμεσα σε άγριες μηλιές, άγριες τριανταφυλλιές και αγκορτσιές. Άγρια μήλα, κόκκινα αγκόρτσα και οι κόκκινοι καρποί της τριανταφυλλιάς. Ελάχιστες γκζάνες και κοτσύφια, η πτηνοσυντροφιά. Τύχη τα οικολογικά φιρίκια πεσμένα στο δασύ χορτάρι. Πλούσια τροφή από το πουθενά. Περνώ το εξοχικό σπίτι με το κρεμασμένο κρεβάτι στον έλατο, περνώ το αλώνι με τον στροερό και με φόντο το χωριό και την απέναντι ράχη, και ανηφορίζοντας μέσα στο δάσος των ελάτων, να την μπροστά μου η κατασκήνωση και πιο πάνω το Καταφύγιο, κλειστό, χωρίς ζωή.
Εδώ περίμενα να συναντηθώ με τους φίλους του ΕΠΟΣ ΦΥΛΗΣ, αλλά τους βρήκα τελικά στην κορυφή. Ανηφορίζοντας τη ρεματιά, σε ένα τοπίο ρημαγμένο από τη μπουλντόζα για να φτιαχτεί ο δρόμος που βγάζει στο διάσελο και κατεβαίνει στο χωριό Στουρνάρα (Δολιανά), πάνω από το Πάντα Βρέχει, θυμήθηκα ξανά το «Ψυχή Βαθειά» και τη φράση «έχω απώλειες», που επαναλάμβανε συνέχεια ο ανθυπολοχαγός. Έχουμε τις “απώλειες” της ανάπτυξης στο διαρκή ανταγωνιστικό και σπάταλο “εμφύλιο” πόλεμο του ανθρώπου με τη φύση. Αν ο δρόμος αφορούσε αιολικό πάρκο, θα είχαμε κινήσει γη και ουρανό…

Σε μια ώρα βρέθηκα στο Καταφύγιο, σε 40 λεπτά στο Διάσελο (1750 μ) και για την κορυφή χρειάστηκαν 2 ώρες και 20 λεπτά συνολικά από την Ανιάδα. Απότομη ανάβαση, με το μονοπάτι να ελίσσεται ανάμεσα στο βράχινο τοπίο με ελάχιστες τραβέρσες. Φτάνοντας στη ράχη συνεχίζεις στην κόψη και να η κορυφή και η κολώνα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Εκεί βρίσκεται και η χαρούμενη παρέα, οι φίλοι του ΕΠΟΣ ΦΥΛΗΣ, ο Νίκος, η Πόπη… Φωτογραφίες και επιστροφή με γρήγορο κατέβασμα, παρά το γλιστερό της βρεγμένης μέρας και τη συνεχή βροχή. Βροχή ήσυχη όμως χωρίς αέρα, αντιμετωπίσιμη.

Σε μιάμιση ώρα βρέθηκα ξανά στην Ανιάδα, κουβαλώντας στις “αποσκευές” μου, εκτός από μερικά κιλά οικολογικά φιρίκια, μύριες τόσες πανέμορφες εικόνες.

Στέφανος Σταμέλλος
http://www.e-ecology.gr διαβάστε ολόκληρο το κείμενο...