Ένα βουνό. Για ν’ ανεβεί. Να ανανεώσει τη σχέση του με τη φύση. Να επιβεβαιώσει τη δυνατότητα ότι μπορεί. Να ανεβάσει σφυγμούς και να ιδρώσει. Να αθληθεί. Να ξεφύγει από την καθημερινότητα. Ν’ αγγίξει τα όριά του και, αν είναι δυνατόν, να τα ξεπεράσει λίγο. Να απολαύσει το γλυκοχάραμα, τον καθαρό και ευωδιαστό αέρα. Αυτά, μαζί με την ψυχική και σωματική του ισορροπία, τη γλυκιά και αγνή συντροφιά, είναι τα ελάχιστα ίσως που ζητάει ο απλός ορειβάτης. Αυτόν, που συναντάμε συνήθως στις κυριακάτικες εξορμήσεις. Λέμε ο «απλός» γιατί υπάρχει και ο «σύνθετος», αυτός που επιδιώκει την κατάκτηση μιας κάποιας ψηλής κορυφής, που επιδιώκει την περιπέτεια, τον αγώνα, τον καλό αγώνα και την ολοκλήρωση. Ο καθένας βέβαια έχει τη δική του απάντηση στο «τι είναι η ορειβασία» για τον ίδιο. Συνήθως οι απαντήσεις έχουν μικρές αποκλίσεις. Τότε λέμε ότι «η ομάδα έδεσε»!.
Ήμασταν μια «δεμένη» ομάδα των δώδεκα «απλών» ορειβατών, που ξέραμε τι θέλουμε. Η επικοινωνία έγινε δύο μέρες πριν. Πάντα τελευταία στιγμή, που σημαίνει ότι είμαστε σε ετοιμότητα και το ζητάει η ψυχή μας. Άντε τώρα να ήταν τίποτα δύσκολοι, «τώρα που μας το λες, κι εγώ θέλω μια βδομάδα να το προγραμματίσω» κλπ. Φέξε μου και γλίστρησα!.
Κατασκηνώσαμε το Σάββατο το απόγευμα στον Προφήτη Ηλία, πάνω από τον Αθανάσιο Διάκο, στα 1460 μέτρα περίπου. Οι περισσότεροι ανέβηκαν με τα αυτοκίνητα. Με τον Χρίστο, τον μικρό, προτιμήσαμε να το ανεβούμε με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι. Μια γρήγορη ανάβαση τελικά, χωρίς σακίδια, είναι 45 λεπτά μόνο. Για την ιστορία τα ονόματα (τα μικρά, για τα προσωπικά δεδομένα. Άντε να ζητήσεις από όλους την άδεια δημοσιοποίησης του ονόματός τους, δεν ξέρεις πώς θα το πάρει…): Αγγελική, Αλέκα, Βάσω, Δήμητρα, Άλκης, Άρης, Αποστόλης, Δημήτρης, Νίκος, Στέφανος, Χρίστος και ο Χρίστος ο μεγάλος. Πολλές οι απουσίες, αδικαιολόγητες και δικαιολογημένες. Οι απόντες ξέρουν τι χάνουν. Αυτή η εποχή είναι από τις καλύτερες για το βουνό. Τα χιόνια λειώνουν, τα νερά τρέχουν, λουλούδια παντού, τα πιο εντυπωσιακά χρώματα, οι ευωδιές, τα πουλιά, ο κούκος, η φύση σε πλήρη ανασυγκρότηση αναγεννιέται.
Το απόβραδο επισκεφτήκαμε το κεφαλόβρυσο, λίγο πιο πέρα, όπου είναι και η υδρομάστευση για την ύδρευση του χωριού. Το νερό ξεπηδάει από το βράχο. Όπως κατεβαίνει από το βουνό, σε κάποιο σημείο χάνεται και βγαίνει ξανά με εντυπωσιακό τρόπο, με πίδακα αφρίζοντας και με το γνωστό θόρυβο, συνεχίζει το κατέβασμά του για τον Μόρνο.
Ξεκινήσαμε το πρωί στις 8 ακολουθώντας το Ε4, προς τα καταφύγια. Μετά τα 500 μέτρα περίπου και πριν το μνήμα του «κυνηγού», ανεβαίνουμε στη ράχη ακολουθώντας το μονοπάτι, που σύμφωνα με το χάρτη, είναι η διαδρομή «Κοπρισιές - Κόρακας». Συνεχίζουμε νοτιοδυτικά και με λίγες τραβέρσες ανεβαίνουμε σχετικά εύκολα στο πρώτο οροπέδιο. Η εικόνα είναι εκπληκτική. Έχουμε μπροστά μας το βραχώδες ανάγλυφο. Δεξιά είναι το «Πλάι του Γκιώνη», που καταλήγει στην απότομη κορυφή 2.413 μ, αριστερά τα χαμηλότερα βράχια και στο βάθος, ψηλά, η κορυφή του Κόρακα στα 2495 μ. Μπροστά μας το γνωστό λούκι με αρκετή κλίση, που συνήθως το συναντάμε παγωμένο, γιατί δεν το βλέπει ο ήλιος όλη τη μέρα. Μπαίνουμε στο χιόνι και τραβερσάρουμε προς το βράχο για να μη φορέσουμε κραμπόν. Ο Δημήτρης και η Αλέκα προτίμησαν την ασφάλεια του παγωμένου χιονιού με τα κραμπόν. «Αντρίκια» ανάβαση, λέει...
Ανεβαίνουμε με προσοχή το βράχο, γιατί είναι αρκετά εκτεθειμένος, και φθάνουμε στο δεύτερο οροπέδιο. Εδώ το χιόνι είναι περισσότερο, αλλά εύκολο. Διασχίζουμε το λούκι κι ανεβαίνουμε κάνοντας το τελευταίο δύσκολο χιονισμένο κομμάτι με αρκετή κλίση. Ευτυχώς το χιόνι μας κρατάει καλά χωρίς κραμπόν. Μπροστά μας και αριστερά είναι η κορυφή του Κόρακα και δεξιά το Πλάι του Γκιώνη.
Βγαίνουμε στο Μέγα Κάμπο και χωρίς να το πολυκαταλάβουμε είμαστε κάτω από τον Κόρακα συναντώντας το μονοπάτι, που έρχεται από τις Πόρτες. Φθάσαμε στην κορυφή σε 3,30 ώρες. Είναι μια όμορφη μέρα και η θέα από την κορυφή του Κόρακα μας αποζημιώνει.
Η επιστροφή έγινε από την ίδια διαδρομή. Η σκέψη για τις Πόρτες απορρίφθηκε γρήγορα, γιατί χωρίς κραμπόν ήταν επικίνδυνο. Για να επιστρέψουμε από το Ασανσέρ, δεν βόλευε να ξανανεβούμε στον Προφήτη Ηλία, που είχαμε τα αυτοκίνητα. Οι μικρότεροι της παρέας καταχάρηκαν το κατέβασμα στο χιόνι με τσουλήθρες και βουτιές. Συνολική διάρκεια 6 ώρες (3,30 ανάβαση, 2,30 κατάβαση)
Άλλη φορά πρέπει να παραγγέλνουμε τα φασόλια, δεν τα βρίσκεις στις ταβέρνες των χωριών. Όχι ότι δεν φάγαμε, αλλά λέμε…Το κόκκινο κρασί δεν λείπει ποτέ. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς που πίνουν μπύρα.
Στέφανος Σταμέλλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου